- κορημα
- κόρημα-ατος τό1) метла Arph.2) сор, мусор Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόρημα — sweepings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
κορήμασιν — κόρημα sweepings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορήματα — κόρημα sweepings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορήματος — κόρημα sweepings neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… … Dictionary of Greek
Микологические термины — Эта страница глоссарий. См. также основную статью: Микология … Википедия
μνάριον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ κάλλυντρον. Βοιωτοί. κόρημα» … Dictionary of Greek
περικόρημα — τὸ, Α απόρριμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόρημα «απόρριμα, σκουπίδι»] … Dictionary of Greek